φακούς

φακούς
φακός
lentil
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυωπία — Η αδυναμία να διακρίνει κάποιος καλά τα κοντινά αντικείμενα. Οφείλεται στη μείωση της ικανότητας προσαρμογής του κρυσταλλοειδή φακού, η κυρτότητα του οποίου δεν αυξάνεται όταν το άτομο που πάσχει από π. παρατηρεί αντικείμενα που βρίσκονται κοντά… …   Dictionary of Greek

  • προσοφθάλμιος — Οπτικό σύστημα, που παρέχει ένα φανταστικό είδωλο (το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί από τον οφθαλμό) του ειδώλου που προέρχεται από έναν αντικειμενικό φακό. Αποτελεί βασικό τμήμα διαφόρων οπτικών οργάνων (διόπτρα, μικροσκόπιο). Ο π. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • φλύσχης — Στη γεωλογία, όρος της γερμανοελβετικής διαλέκτου (flysch), που σημαίνει «έδαφος που ολισθαίνει». Χρησιμοποιήθηκε από πολύ παλιά για να χαρακτηριστεί ένας ιδιαίτερος, κρητιδοπαλιογενής σχηματισμός των βόρειων Άλπεων, ενώ σήμερα αρχίζει να… …   Dictionary of Greek

  • αντικειμενικός (φακός) — Συγκλίνον οπτικό σύστημα, που αποτελείται από έναν ή περισσότερους φακούς ή κάτοπτρα, ικανό να παρέχει πραγματικά είδωλα των αντικειμένων που παρατηρούνται μέσα από αυτό. Ο α. είναι ένα ειδικό ομοαξονικό οπτικό σύστημα· οι ιδιότητες και η απόδοσή …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αστιγματισμός — Αλλοίωση της φυσιολογικής διάθλασης των διοπτρικών μέσων του ματιού, που οφείλεται σε ανώμαλη καμπυλότητα μιας διαθλαστικής επιφάνειας του κερατοειδούς ή του φακού. Ο α. παρουσιάζεται πολύ συχνά και μεταβιβάζεται κληρονομικά. Συνήθως παρατηρείται …   Dictionary of Greek

  • γραφίτης — Άνθρακας που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα και εμφανίζεται στη φύση ως ένα μολυβδότεφρο ορυκτό με μεταλλική λάμψη. Πολύ σπάνια βρίσκεται σε κρυστάλλους καλά ανεπτυγμένους· συχνότερα έχει τη μορφή λεπιών ή βρίσκεται σε μικροκρυσταλλικά,… …   Dictionary of Greek

  • δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”